- ζόρκος
- η , ο голый
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ζόρκος — η, ο και ζάρκος, η, ο γυμνός. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.] … Dictionary of Greek
ζάρκος — I Μεγάλος πεδινός οικισμός (υψόμ. 120 μ., 1.498 κάτ.) του νομού Τρικάλων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Φαρκαδόνος. Το ύψωμα του Προφήτη Ηλία, κοντά στον οικισμό, είναι κατάσπαρτο με αρχαία ερείπια. Πρόκειται για τα λείψανα της αρχαίας πόλης… … Dictionary of Greek
ζερκός — ο (για τόπο) άφορος, άγονος, γυμνός. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. (πρβλ. ζόρκος)] … Dictionary of Greek
ζορκιά — η [ζόρκος] γύμνια, γυμνότητα … Dictionary of Greek